- αιγοτροφία
- η [αιγοτρόφος]συστηματική εκτροφή και συντήρηση αιγών ως βιοποριστικό επάγγελμα, αιγοκομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρoυκέλωση — Λοιμώδες νόσημα που προσβάλλει τα ζώα (αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, χοίρους), από τα οποία μολύνεται και ο άνθρωπος. Λέγεται και μελιταίος ή κυματοειδής πυρετός. Η νόσος οφείλεται σε ένα κοκκοβακτηρίδιο, τη βρουκέλατου μελιταίου (brucella… … Dictionary of Greek